- στροφαλοφόρος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που έχει στρόφαλο2. φρ. «στροφαλοφόρος άξονας» ή, απλώς, «στροφαλοφόρος»τεχνολ. άτρακτος που φέρει έναν ή περισσότερους στροφάλους και μέσω τής οποίας η ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση τού συστήματος εμβόλου-διωστήρα μετατρέπεται σε περιστροφική, όπως στους κινητήρες εσωτερικής καύσεως, ή αντίστροφα, όπως συμβαίνει στους αεροσυμπιεστές.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφαλος + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.